- οροαιμάτωμα
- τοιατρ. όγκος ο οποίος σχηματίζεται κάτω από το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής τού εμβρύου κατά τη στιγμή τού τοκετού και οφείλεται σε οροαιματώδη έγχυση τού υποδόριου κυτταρώδους ιστού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορός + αιμάτωμα].
Dictionary of Greek. 2013.